- σανίδωση
- η, Ν [σανιδώνω]το σανίδωμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σανίδωση — η επίστρωση με σανίδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σανιδώσῃ — σανιδόω board over aor subj mid 2nd sg σανιδόω board over aor subj act 3rd sg σανιδόω board over fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πινάκωσις — ώσεως, ή, Α η σανίδωση, η κατασκευή σανιδώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίναξ, ακος+ κατάλ. ωσις μέσω αμάρτυρου *πινακόω] … Dictionary of Greek
σανίδωμα — το, ΝΑ [σανιδῶ] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σανιδώνω, η επίστρωση, η επικάλυψη με σανίδες, σανίδωση 2. συνεκδ. α) πάτωμα από σανίδες β) οι σανίδες που χρησιμοποιούνται για την επίστρωση πατώματος αρχ. 1. (ιδίως) το κατάστρωμα πλοίου («τῶν … Dictionary of Greek